- περιαγωγεύς
- περιᾰγωγ-εύς, έως, ὁ,A windlass, Luc.Nav.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαγωγεύς — ὁ, Α μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγωγεύς, παρ αγωγεύς] … Dictionary of Greek
περιαγωγεῖς — περιαγωγεύς windlass masc acc pl περιαγωγεύς windlass masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγῆς — περιαγωγεύς windlass masc nom pl περιαγωγεύς windlass masc nom/voc pl περιαγωγή turning round fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγῆι — περιαγωγεύς windlass masc dat sg (epic ionic) περιαγωγῇ , περιαγωγή turning round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγίς — ίδος, ἡ, Α περιαγωγεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αγωγίς (< ἄγω), πρβλ. κατ αγωγίς] … Dictionary of Greek
περιαγωγῇ — περιαγωγῆι , περιαγωγεύς windlass masc dat sg (epic ionic) περιαγωγή turning round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)